Η Ευγενία έπινε τον καφέ της, βούταγε μέσα το παξιμαδάκι, το μασουλούσε αργά και στοχαστικά και σκεφτόταν, πάλι, τον Σταύρο. Ο Σταύρος ήταν ο εκπάγλου καλλονής, ακαταμάχητης γοητείας και απεριορίστου εγωπαθείας πρώην της. Προσφάτως χωρισθείσα, δεν το είχε χωνέψει καλά καλά, κυρίως διότι ο Σταύρος – πρόλαβε και – τη χώρισε πρώτος. Θα μου πεις, τί σημασία έχει, αφού κι εκείνη να το διαλύσει ήθελε και, μάλιστα, τη στιγμή που τον κατάλαβε πού το πήγαινε με αυτό το πένθιμο ύφος, τη μπάσα φωνή και τα χαμηλωμένα βλέφαρα, που σκοπό είχαν να ενισχύσουν την εικόνα του συντετριμμένου κουταβιού, ένοιωσε τόση ανακούφιση που ξεφύσηξε με τόση ορμή που κόλλησε η κοιλιά της στην πλάτη. Τόσο έντονο ήταν το «φφφφφφ» που έφυγε απ’ τα χείλια της που εκείνος το παρεξήγησε για ένδειξη αδιαθεσίας, αδυναμίας, προεόρτιο λιποθυμίας, ίσως. Βιάστηκε τότε να της βουτήξει τα χέρια, να τα σφίξει μέσα στα δικά του (αλλά όχι υπερβολικά πολύ, είχε αρχίσει ήδη να ορίζει καινούριες, μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους) και τη διαβεβαιώσει πως δεν φταίει εκείνη, αυτός φταίει, πως ακόμα δεν ξέρει τι θέλει από τη ζωή του, πως νοιώθει μικρός κι ανέτοιμος, πώς θέλει χρόνο – όχι, όχι, δεν έχει καμία απαίτηση να τον περιμένει, έως ότου εκείνος βρει την άκρη στο μπερδεμένο του μυαλό, αν και σε ξέρει πως σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, που τα πράγματα είναι διαφορετικά, που εκείνος είναι διαφορετικός, πιο άξιος, αν θες, καταλήγουν να μοιράζονται όλη τους τη ζωή μαζί – πως της αξίζει κάτι καλύτερο. Κάποιος καλύτερος. Και πως ξέρει πως άλλη γυναίκα σαν την Ευγενία, δεν θα ξαναβρεί ποτέ. Ποτέ!
Και τότε ήταν που της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και η πίεση δεκαεννιά. Γιατί αυτά ήταν τα λόγια που σχεδίαζε εκείνη να του πει. Ακριβώς τα ίδια θα του έλεγε, γιατί ήξερε πολύ καλά πως δεν φταίει αυτή, ο Σταύρος φταίει, ασυζητητί, που δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια του (και τα χέρια του πολύ περισσότερο) για εκείνη, παρά τα άφηνε να τρέχουν σε διάφορες αιθέριες, και μη, υπάρξεις, γιατί του ήταν αδύνατον να στερήσει το άλλο φύλο από τη γοητεία και το κορμάκι του. Και, προφανώς, Σταύρο μου, ήσουν λίγος, δεν ήσουν καν όλος εδώ, πως να της φτάσεις, δηλαδή, με δόσεις και εκπτώσεις σε όλα; Στον χρόνο, στο ενδιαφέρον, στην προσοχή, στο κρεβάτι. Δε γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα, πώς να το κάνουμε; Όχι ότι είχε αποδείξεις ακλόνητες, αλλά δεν ήταν και τυφλή, βεβαίως.
Άσε που υποψιαζόταν κιόλας πως η μετάφραση όσων της ξεφούρνιζε με τόσο πάθος και βουρκωμένα μάτια ήταν τα ακριβώς αντίθετα. Πως εκείνη δεν ήταν αρκετή, πως αυτός αξίζει κάτι καλύτερο, πως γυναίκες σαν κι αυτή έχει άμα θέλει ένα μάτσο, γεμάτος είναι ο τόπος, σιγά το πράμα. Άκου εκεί θράσος! Και έτσι, στεκόταν ακίνητη μπροστά του, στη μέση της κουζίνας της, με τα χέρια της, ξεχασμένα μέσα στα δικά του, να τον κοιτάει με το στόμα ανοιχτό και το αίμα της να βράζει. Τί να απαντούσε; «Ναι, δίκιο έχεις;» και να βγει η Ευγενία η μικρόψυχη της ιστορίας, ενώ εκείνος με τόση αυταπάρνηση τη χώριζε για το καλό της; Της είχε κλέψει την ευκαιρία της να τον βάλει στη θέση του, να του δείξει πόσο καλά τον έμαθε, πως ποτέ του δεν την ξεγέλασε, πως ξέρει ακριβώς τι κουμάσι είναι αυτός και τί θησαυρός είναι εκείνη. Εντάξει, ας μην τα παραλέμε, θησαυρός ίσως να είναι μια λέξη υπερβολική και επηρμένη, αλλά και πάλι, όχι! Σε σχέση μ ’αυτόν μπορεί να ‘ναι και λίγη.
Κι ελλείψει άλλης αντίδρασης βάζει τα κλάματα.
Ο Σταύρος, καλά προετοιμασμένος, αφήνει τα χέρια της και της σηκώνει αποφασιστικά το πηγούνι μέχρι να συναντηθούν τα μάτια τους. Δεν αντέχει να τη βλέπει να κλαίει, της λέει, όχι για κείνον, δεν το αξίζει. Η κατάσταση είναι για γέλια, το ξέρει, αλλά δεν μπορεί να κρατηθεί, ο θυμός που νιώθει τόση ώρα να βράζει μέσα της, έχει ξεχειλίσει, έχει γίνει άγρια θάλασσα και έχει γεμίσει κάθε κοίλωμα, κάθε γωνία, κάθε βαθούλωμα του κορμιού της, της ανεβαίνει στο λαιμό, γίνεται οδυρμός και την πνίγει. Της είναι αδύνατον να σταματήσει. Και εκείνος, τάχα βαθιά ταραγμένος κι ανήσυχος, μα κι ικανοποιημένος με το απαρηγόρητο σοκ που προκάλεσε η ανακοίνωση του χωρισμού τους, την αγκαλιάζει και την παινεύει, την καλοπιάνει. Της χαϊδεύει την πλάτη, λες κι είναι μωρό στο ρέψιμο, σκέφτεται, εκτελώντας υπολογισμένες, δοκιμασμένες κινήσεις, εγγύηση βέλτιστου και ταχύτερου αποτελέσματος. Κι έτσι ξαφνικά το κλάμα της κόπηκε μαχαίρι.
Τραβήχτηκε όπως όπως από την αγκαλιά του, σκούπισε τα μάτια της με την πετσέτα της κουζίνας, κάνει ένα-δύο δοκιμαστικά χμ-χμ, να καθαρίσει το λαιμό της από τα δάκρυα και τις μύξες και λέει με την πιο σταθερή φωνή που μπόρεσε να επιστρατεύσει: «Δε νομίζω πως έχουμε κάτι άλλο να πούμε» και έστριψε το κορμί της, ανοίγοντας δρόμο για την έξοδο. Ο Σταύρος, πιάνοντας κατευθείαν το υπονοούμενο και την ευκαιρία, σπεύδει να εξαφανιστεί. Λίγο πριν τραβήξει την πόρτα να κλείσει πίσω του, δεν κρατιέται και ρίχνει το τελειωτικό χτύπημα: «Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα…»
«Άει στο διάολο, λέω ‘γω!» ούρλιαξε έξαλλη η Ευγενία, αλλά εκείνος ήδη κατέβαινε τα σκαλιά δυο δυο και δεν άκουσε τίποτα. Είχε αργήσει στο ραντεβού του, άλλωστε, κι έπρεπε να βιαστεί.
Και από τότε κάθε φορά που έμπαινε στην κουζίνα της (και στην κρεβατοκάμαρα, στο μπάνιο ή στο σαλόνι) το μόνο πράγμα που σκεφτόταν ήταν πως θα τον εκδικηθεί. Είχε ξεχάσει κιόλας πόσο καιρό σκεφτόταν η ίδια πως το πράγμα δεν πάει άλλο, πως πρέπει να βάλει ένα τέλος, να χωρίσει, να βρει έναν άνθρωπο που να την αγαπά, όπως, ιδανικά, θα τον αγαπούσε κι εκείνη. Γιατί δε ζητούσε και τίποτα παραπάνω. Κάποιον να την αγαπάει. Α, και το αίμα της πίσω.
Οι μέρες περνούσαν, οι εποχές άλλαξαν, αλλά ο θυμός της δεν έλεγε να περάσει. Τον περισσότερο καιρό τον έκρυβε, αλλά πότε πότε, όταν περνούσε από κάποιο μπαρ που είχαν πάει μαζί, ας πούμε, ή όταν βρήκε τον αναπτήρα του πεσμένο κάτω από το χαλάκι του αυτοκινήτου, αυτός ο κρυφός χολώδης χυλός που σιγόβραζε στο στομάχι της, άρχιζε πάλι να κοχλάζει, ν’ ανεβαίνει στο στήθος της, στο λαιμό της, στο κεφάλι, απειλώντας να την καταπιεί ολόκληρη.
Και δεν ήταν ότι δεν προσπαθούσε να το ξεπεράσει. Και ραντεβού έβγαινε, και με τους φίλους της το συζητούσε (ίσως λίγο περισσότερο ή συχνότερα απ’ ό,τι άντεχαν) και ταξίδια έκανε και κυρίως δούλευε σαν τρελή. Είχε, όμως, βαρεθεί. Την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Να γνωρίζει κάποιον, να ενθουσιάζεται, να ερωτεύεται, να φαντασιώνεται τη ζωή τους μαζί σε ένα, πέντε, τριάντα χρόνια από τώρα. Να σχεδιάζει στο μυαλό της οικογενειακά τραπέζια (οι γονείς της, οι γονείς του και όλα τους τ’ αδέρφια), Χριστούγεννα να στολίζουν το δέντρο, σαββατοκύριακα στην εξοχή και πικ-νικ στα γρασίδια. Εκείνη θα τον βοηθούσε να ξεδιπλώσει την καλλιτεχνική, ευαίσθητη πλευρά του κι εκείνος θα τη στήριζε στην επαγγελματική της ζωή. Ίσως να κάνανε και κανένα πιτσιρίκι, δεν είχε αποφασίσει ακόμα, σίγουρα, όμως, όχι πάνω από ένα. Προεξοφλεί τσακωμούς και καυγάδες που, όμως, πάντα λύνονται με κατανόηση και μετά οι δυο τους να γελάνε στον κρεβάτι. Ήξερε ακριβώς πως θα μπορούσε να είναι η ζωή της (η ζωή τους) κάθε φορά, αλλά ποτέ δεν την άφηναν να την ζήσει ακριβώς έτσι.
Πίστευε ότι στα σαράντα της θα είχε πια κατασταλάξει. Θα είχε βρει ένα άνθρωπο που να μπορούν οι ζωές τους να ταιριάξουν, χωρίς σοβαρές υποχωρήσεις, χωρίς να αισθάνεται ότι συμβιβάστηκε, ότι έκοψε ένα κομμάτι του εαυτού της για να μπορέσει να χωρέσει τον άλλον. Δεν είχε κανένα σκοπό να παραιτηθεί, δεν ήθελε, δεν της άρεσε να ζει μόνη της, αλλά δεν ήθελε και να παραδώσει την ανεξαρτησία της σε κάποιον, σε οποιονδήποτε, που θα προσπαθούσε να την αλλάξει, να τη μεταμορφώσει σε κάτι που δεν είναι.
Τί έκανε στραβά; Ήταν αδύνατον να καταλάβει.
Αυτά σκεφτόταν εκείνη την ημέρα στην κουζίνα της, με το φως να κάνει σχεδιάκια πάνω στο τραπεζομάντηλο, κι εκείνη να μαζεύει με το δάχτυλο τα ψίχουλα από το παξιμάδι της, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Το όνομα του Σταύρου άναψε πάνω στην οθόνη και τα εικονίδια αποδοχής και απόρριψης της κλήσης κινούνταν ελαφρά στο ρυθμό του κουδουνίσματος. Για ένα δευτερόλεπτο πάγωσε και το φλυτζανάκι της έπεσε από τα χέρια χύνοντας τον καφέ στο τραπεζομάντηλο, απειλώντας τη συσκευή. Άρπαξε το τηλέφωνο, που παραλίγο να της γλιστρήσει κι αυτό, και απαντάει:
«Παρακαλώ;»
«Καλημέρα, Ευγενία, ο Σταύρος είμαι. Το λέω, γιατί… δεν ξέρω. Μπορεί να έχεις διαγράψει πιά το τηλέφωνό μου», λέει αυτός και γελάει κάπως αμήχανα.
«Καλημέρα» λέει κι εκείνη, αποφεύγοντας να σχολιάσει τα περί διαγραφής. «Τί κάνεις;»
«Είμαι καλά, πολύ καλά. Μου έλειψες. Θα ‘θελα να σε δώ. Αν θες κι εσύ, δηλαδή. Επειδή χωρίσαμε, δε σημαίνει πως είμαστε και ξένοι. Έναν καφέ μπορούμε να τον πιούμε, ε;» Πάλι αυτό το γέλιο
«Έναν καφέ, φαντάζομαι πως μπορούμε να τον πιούμε, ναι…» λέει η Ευγενία και αμέσως μια σκέψη ανάβει στο μυαλό της που, υπό τις συνθήκες, της προκαλεί μια αδιόρατη ανησυχία.
Πως στον έρωτα, τις πιο πολλές φορές, μπορεί να μην παίρνεις αυτό που θες, αλλά σίγουρα παίρνεις αυτό που σου αξίζει.
Comments